- επιδιασκόπιο
- τοπροβολέας για εικόνες διαφανών και αδιαφανών αντικειμένων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο. Μεταφορά στα Ελλ. του ξεν. όρου epi-dia-scope < επί + δια-σκόπιο (< διασκοπώ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιδιασκόπιο — το είδος φωτεινού προβολέα αδιαφανών εικόνων ή αντικειμένων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προβολέας — Συσκευή κατάλληλη να συγκεντρώνει το φως μιας πηγής σε δέσμη και να την κατευθύνει προς ορισμένη κατεύθυνση με σκοπό να φωτιστούν μακρινά αντικείμενα. Ο π. αποτελείται από οπτικές διατάξεις, ανακλώσες ή κατοπτρικές αν χρησιμοποιούνται κάτοπτρα,… … Dictionary of Greek